- ανασκελώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ρίχνω κάποιον με τη ράχη κάτω: Ήταν ολοφάνερα δυνατότερός του και τις τρεις φορές που πάλεψαν τον είχε ανασκελώσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.